Η τοξικότητα της cancel culture
ή αλλιώς, η ψευδαίσθηση της «Δικαιοσύνης»

Date

Author

Στεφανία Κροκίδα

Οι γνώμες είναι σαν τις μύτες -λένε σε μια εξευγενισμένη εκδοχή της γνωστής φράσης- καθένας έχει κι από μία! Και ποιος να φανταζόταν στην τόσο πρόσφατη ιστορία, ας πούμε περί το 1990, λίγα χρόνια αργότερα ο καθένας θα είχε τη δυνατότητα να την εκφράζει όχι μόνο στο πλαίσιο συζητήσεων με τον κύκλο του, αλλά και υπό μορφήν ανακοίνωσης απευθυνόμενης προς και προσβάσιμη από όλους. Η δημιουργία και ευρεία χρήση του διαδικτύου ανανέωσε αποφασιστικά τις ανθρώπινες επικοινωνιακές σχέσεις, από όπου ανέβλυσε μια δύναμη πρωτόγνωρη στο μέσο άνθρωπο, μια δύναμη που μέχρι τότε ανήκε σε μια συγκεκριμένη μερίδα του πληθυσμού. Αυτήν της δημόσιας τοποθέτησης. Κάπως έτσι, φαινόμενα που, σε πρωτόλειες μορφές, υπήρχαν και νωρίτερα, μετασχηματίστηκαν προσλαμβάνοντας διαφορετικό χαρακτήρα, επιτείνοντας την έντασή τους και ραφινάροντας τη δομή τους. Το φαινόμενο της cancel culture (κουλτούρα της ακύρωσης), ανήκει εμφανώς σε αυτήν την κατηγορία και ενώ δεν αποτελεί κεραυνό εν αιθρία, είναι συνάμα σαφές πως δε νοείται πέραν ή δίχως του διαδικτύου. Αποτελεί ένα βαθιά κοινωνικό ζήτημα το οποίο, εξελισσόμενο στον ψηφιακό χωρόχρονο, αποδεικνύει πώς η online και η offline πραγματικότητα παραμένουν εξίσου ‘πραγματικές’.

Πρόδρομοι της cancel culture εμφανίζονται από τις αρχές της χιλιετίας στο Black Twitter (μέρος του Χ – πρώην Twitter όπου κυριαρχούν οι φωνές μαύρων πολιτών), αλλά η μορφή της αποκρυσταλλώνεται τη δεκαετία 2010-2020, με το κίνημα #MeToo να της δίνει μια καθοριστική ώθηση. Πρόκειται για μια προσπάθεια να «ακυρωθούν», δηλαδή να απομακρυνθούν, συγκεκριμένα πρόσωπα[1] αρχικά στα social media και εν συνεχεία στην κοινωνία εν συνόλω. Μερίδα του πληθυσμού συσπειρώνεται ώστε να ασκήσει κριτική και να αποσύρει τη στήριξή του από άτομα της δημόσιας σφαίρας που έχουν διατυπώσει απόψεις που κρίνονται ως προβληματικές ή που έχουν κατηγορηθεί για κάποιο ηθικό ολίσθημα ή ποινικό αδίκημα.

Είναι ξεκάθαρο και οφείλει να τονισθεί πως αρχικά και σε κάποιες περιπτώσεις ακόμη, αυτή η προσπάθεια διέπεται από ευγενή κίνητρα και στόχους. Οι υποστηρικτές της cancel culture συνήθως βάλλονται κατά ιδεών ή πράξεων που, σε πολλές περιπτώσεις, εμφανίζουν πολλά προβλήματα και σχεδόν πάντα καλλιεργούν συμπεριφορές που θέτουν σε κίνδυνο ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις γυναίκες ή τα άτομα της LGBTQ+ κοινότητας. Πρόκειται για άτομα που συχνά ή δεν ακούγονται ή ακούγονται κατ’ επίφαση ενώ επί του πρακτέου συνεχίζουν να περιθωριοποιούνται, να στερούνται ίσων ευκαιριών και αντιμετώπισης και να θυματοποιούνται είτε αυτό συμβαίνει μέσω εκμετάλλευσης  είτε και πάσης φύσεως επιθέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η cancel culture εκκινεί θετικά με την ορμή της στήριξης και της προστασίας, ώστε να προτάξει και να προασπίσει τα δικαιώματα των ομάδων αυτών, να δώσει φωνή στα μέλη τους. Στόχος της είναι η ανατροπή και η αποπαγιοποίηση των παραδοσιακών σχέσεων εξουσίας της κοινωνίας και προς αυτόν το σκοπό η αποκάλυψη και κριτική προβληματικών απόψεων καθώς και η προσπάθεια κατεδάφισης του βάθρου ανθρώπων που βρίσκονται σε προνομιούχο θέση και τις εξέφρασαν είναι δικαιολογημένη, έως και θεμιτή. Κι αυτό διότι έτσι δίνει βήμα για να κοιτάξουμε ευθέως τις παθογένειες της κοινωνίας, χωρίς να αποπροσανατολιζόμαστε από παράγοντες όπως η φήμη κάποιου. Αφού τα άτομα που ακυρώνονται είναι πάντα άτομα με ιδιαίτερη φήμη, το να προσπαθήσει μια ενέργεια να μειώσει αυτήν την επήρεια στον ψυχισμό της ευρύτερης κοινωνίας και να τους εγκαλέσει να αξιολογήσουν τις δράσεις και τις απόψεις τους με λογική και ψυχραιμία, μπορεί σαφώς να φέρει πολλά οφέλη για το δημόσιο διάλογο!

Αν και τα κίνητρα, λοιπόν, σε ένα ιδεολογικό επίπεδο είναι ή οφείλουν να είναι ευγενή, κατ’ουσίαν η κατάσταση είναι πολύ λιγότερο ιδανική και αυτό δε συμβαίνει μόνο από το πέρασμα της θεωρίας στην πράξη, αλλά ήδη από το κίνητρα της cancel culture, τα οποία στρεβλώνονται καθώς κατευθύνονται από το «πώς θα προκαλέσουμε θετική αλλαγή στην κοινωνία» στο «πώς θα τιμωρήσουμε το ‘δράστη’». Όπως αποδεικνύουν πλείστα παραδείγματα των τελευταίων ετών, εδώ ξεκινούν τα προβλήματα. Οι άνθρωποι που ακυρώνουν επιδίδονται σχεδόν πάντα σε ένα λόγο μίσους, ή ακόμη και σε απειλές με αποτέλεσμα ο χώρος που θα έπρεπε να υπερασπίζεται αδύναμους, να καταλήγει σε ένα χώρο διαδικτυακού λιντσαρίσματος, ή, όπως συχνά αναφέρεται, σε ένα κυνήγι μαγισσών. Οι προεκτάσεις αυτής της πρακτικής μπορεί να είναι -και συχνά είναι- καταστροφικές τόσο στο επίπεδο του ακυρωμένου και των οικείων του όσο και στο επίπεδο της ευρύτερης κοινωνίας.

Από τη στιγμή που γίνεται η τιμωρία το κίνητρο της ακυρωτικής συμπεριφοράς, γίνεται αντιληπτό πως, εξ ορισμού, όσοι ακυρώνουν στόχο έχουν την πρόκληση πόνου στον ακυρωμένο, τον οποίον και έχουν ήδη κρίνει ως ένοχο και καταδικάσει. Το τελευταίο αποτελεί μείζον ζήτημα διότι στο νομικό σύστημα των δυτικών κοινωνιών τίθεται ως απαράβατη αρχή το τεκμήριο της αθωότητας. Το δικαστικό σύστημα εκκινεί από τη θέση πως ο κατηγορούμενος είναι αθώος και πως η ενοχή του οφείλει να αποδειχθεί.[2] Στην περίπτωση, όμως, της cancel culture αυτό είναι πλήρως ανεστραμμένο. Η ενοχή αποφασίζεται με συνοπτικές διαδικασίες, δίχως διερευνήσεις ή διευκρινήσεις, δίχως αμφιβολίες και, προπάντων, δίχως να παραχωρείται σε κανέναν η δυνατότητα υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Βασιλεύει το περίφημο «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα» γιατί άπαξ και προκαλέσει κάτι την κατακραυγή, ακόμη και να αθωωθεί από δικαστήρια ο «ένοχος» συχνά παραμένουν απέναντί του μια γενικευμένη δυσπιστία κι ένα λανθάνον μίσος.  Αν, δε, προσπαθήσει ο ακυρωμένος να εξηγήσει κάτι ή να υπερασπιστεί τον εαυτό του, η κατάσταση τυπικά επιδεινώνεται∙  ενώ αν τον υπερασπιστεί κάποιος άλλος, μπαίνει κι ο ίδιος στο στόχαστρο. Αναρωτιέται ευλόγως, επομένως, κανείς ποια δικαιώματα αφουγκράζονται οι υποστηρικτές της cancel culture και πώς αξιολογούν δικαιώματα που αξίζουν να προασπιστούν και άλλα που αξίζουν να καταπατηθούν.

Ιδιαιτέρως ανησυχητικό, μάλιστα, είναι ότι ανεξαρτήτως «αδικήματος», η τιμωρία όλων είναι λίγο ως πολύ η ίδια. Αυτό θυμίζει τις αντιρρήσεις του Michel Foucault περί του θεωρητικά σωφρονιστικού χαρακτήρα των φυλακών. Σύμφωνα με το Foucault, για αδικήματα που επιφέρουν φυλάκιση, η ποινή που εφαρμόζεται είναι πάντα ίδιας φύσης, ενώ μεταβαλλόμενη είναι μονάχα η διάρκεια αυτής, με αποτέλεσμα ο σωφρονισμός των κρατουμένων να μην είναι παρά μια επίφαση (αφού δεν υπάρχει προσωποποιημένη αντιμετώπιση με στόχο τη μεταμέλεια και την επανένταξη) που καλύπτει την ανάγκη άσκησης εξουσίας από τη μεριά της κοινωνίας και του κράτους πάνω στον καταδικασμένο ως ένοχο. Εγείρεται, έτσι, εμμέσως το ζήτημα της αναλογικότητας της ποινής – τιμωρίας. Το δίκαιο των δυτικών χωρών προστάζει πως όταν επιβάλλεται μια ποινή αυτή δεν πρέπει να είναι δυσανάλογη προς το έγκλημα που διεπράχθη. Εφόσον, όμως, οι παρτιζάνοι της cancel culture συχνά αντιμετωπίζουν με την ίδια σφοδρότητα άτομα που ανήρτησαν κάποιο μεμπτό σχόλιο ή δημοσίευση και άτομα που κατηγορούνται επί παραδείγματι για βιασμό, είναι σαφές πως η όποια προσπάθεια για εφαρμογή της αναλογικότητας αναιρείται.

Την όποια συζήτηση για αναλογικότητα δυσχεραίνει επιπλέον το ότι είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να εκτιμηθεί ακριβώς ποιες είναι οι συνέπειες της ακύρωσης σε όσους στοχοποιούνται.  Αυτό συμβαίνει αφενός διότι συχνά υποτιμάται η επίπτωση της κοινωνικής απομόνωσης στον ψυχισμό των ατόμων και αφετέρου διότι λησμονούμε πως οι συνέπειες εκτείνονται και πέραν αυτής της σφαίρας. Όσον αφορά το δεύτερο, αρκεί να σκεφτούμε παραδείγματα ηθοποιών που, μετά από τον ξεσηκωμό που προκάλεσαν δηλώσεις τους ή κατηγορίες εις βάρος τους, αδυνατούσαν να βρουν δουλειά, διεγράφησαν ταινίες τους από πλατφόρμες, κλπ. Φυσικά, θα αντιτάξει κάποιος, είχαν ήδη αρκετή οικονομική επιφάνεια ώστε αυτό να μην τους προκαλέσει κάποια αισθητή ζημία. Παρόλο που μπορεί πράγματι να ισχύει αυτό, και που δείχνει πως η cancel culture μπορεί να είναι και ιδιαιτέρως αναποτελεσματική, υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που δεν είχαν αυτήν την οικονομική επιφάνεια, αλλά αποκλείστηκαν από αντιστοίχως προσοδοφόρες δραστηριότητες με τα αποτελέσματα για εκείνους να είναι καταστροφικά. Καταστροφικά, όμως, έχει φανεί από μελέτες (Hawkley & Capitanio 2015) πως μπορεί να είναι και τα αποτελέσματα του κοινωνικού αποκλεισμού, από αύξηση της συχνότητας της άνοιας μέχρι και αυτοκτονικό ιδεασμό. Αν, τώρα αναλογιστεί κανείς πως συνήθως οι άνθρωποι που είναι δημόσια πρόσωπα έχουν επιδιώξει την έκθεση ακριβώς επειδή -ως επί το πλείστον- η γνώμη των άλλων μετράει δυσανάλογα πολύ για αυτούς, το πέρασμα από την κοινωνική αποδοχή στην κοινωνική κατακραυγή μπορεί να έχει συνέπειες απρόβλεπτες και ανυπολόγιστες. Με άλλα λόγια, εφαρμόζεται ατύπως μια τιμωρία η οποία είναι ιδιαιτέρως σκληρή για την πλειοψηφία της μερίδας του πληθυσμού στην οποία απευθύνεται καθώς η αυτοεικόνα του εκάστοτε ατόμου είναι σε πλήρη συνάρτηση με την αξιολόγησή του από τους άλλους.

Πέραν, όμως, του ζητήματος της αναλογικότητας, αξίζει να αναρωτηθούμε αν, ακόμη και στις περιπτώσεις που θεωρούμε πως ανταποκρίνεται η άτυπη «ποινή» στο υπό θεώρησιν αδίκημα, αυτή είναι θετική ή και θεμιτή.  Αρχίζουν εδώ να εγείρονται ζητήματα φιλοσοφίας δικαίου ως προς το τι είναι η τιμωρία και πώς οφείλει να εφαρμόζεται. Ιδιαιτέρως επιδραστικές πάνω σε αυτά τα ερωτήματα είναι οι έννοιες του ωφελιμισμού και της ανταποδοτικότητας. Ο ωφελιμισμός είναι η ηθική θεωρία σύμφωνα με την οποία το ηθικά σωστό είναι αυτό που έχει τα μεγαλύτερα οφέλη για την κοινωνία ως σύνολο (ή, αλλιώς, αυτό που αυξάνει σε μεγαλύτερο βαθμό τη συνολική ευτυχία). Στη θεωρία δικαίου υποστηρίζει πως η εφαρμογή τιμωριών δικαιολογείται από το θετικό αποτέλεσμα που θα έχει στην κοινωνία (από την απομάκρυνση του εγκληματία από την κοινότητα, από τον παραδειγματισμό των υπολοίπων, από το σωφρονισμό του ιδίου, κλπ.). Η ανταποδοτική δικαιοσύνη (retributive justice), από την άλλη, πραγματεύεται την τιμωρία καθαυτή, ανεξαρτήτως κοινωνικών επακόλουθων και προτείνει πως αν μια πράξη είναι ηθικά μεμπτή, αξίζει, ενδογενώς, να τιμωρηθεί. Σαφώς, η cancel culture, στο πλαίσιο της οποίας γίνεται συχνά λόγος για το νεφελώδες «κοινό περί δικαίου αίσθημα» είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δεύτερη θεωρία. Φυσικά, και οι δύο θεωρίες έχουν πολύ περισσότερο βάθος από αυτό που μπορεί να παρουσιασθεί εδώ, αλλά μπορεί να σημειωθεί σύντομα πως η ανταποδοτική δικαιοσύνη έχει αξίζει να υπογραμμισθεί ο υπερβατικός της χαρακτήρας. Με άλλα λόγια, αποτελεί μια προσέγγιση η οποία ρέπει προς μια θεολογική ερμηνεία της δικαιοσύνης, αφού την αντιμετωπίζει ως ένα ανώτερο και απόλυτο αγαθό, αποκομμένο από τον άνθρωπο, στον οποίο απλώς κληροδοτείται από κάποια (θεία) χάρη.

Ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα, τα προβλήματά της πολλαπλασιάζονται και καταδεικνύονται εξαιρετικά από το Friedrich Nietzsche (και πληθώρα άλλων φιλοσόφων, ανθρωπολόγων και ψυχολόγων). Ο Nietzsche δε φοβήθηκε ομολογήσει μια απόκρυφη αλήθεια, πως, δηλαδή, η τιμωρία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απόλαυση∙ ο τιμωρός χαίρεται να προκαλεί πόνο στον άλλο και αυτό διότι έτσι ασκεί κυριαρχία επάνω του, επικυρώνει και πολλαπλασιάζει τη δύναμή του. Η διάθεση των ανθρώπων να τιμωρούν είναι μια απλή εξωτερίκευση των επιθετικών τους ενστίκτων που, παρά τα παραπετάσματα με τα οποία καλύπτεται, στερείται καθετί το υψηλό. Αντιθέτως, όσο λιγότερο εξευγενισμένος είναι ο άνθρωπος, τόσο μεγαλύτερη η ανάγκη του να τιμωρήσει και μάλιστα να τιμωρήσει βάναυσα. Εξ άλλου, ας μη βαυκαλιζόμαστε, έννοιες όπως η ηθική και η δικαιοσύνη είναι έννοιες ανθρώπινες, πάρα πολύ ανθρώπινες!

Όταν, τώρα, αυτά τα τιμωρητικά ένστικτα εμφανίζονται μέσα σε μια ομάδα – ακόμη και διαδικτυακή – μεγεθύνονται λόγω της ενδόμυχης ανάγκης κάθε ανθρώπου να αποτελεί μέλος μιας ευρύτερης κοινότητας. Η μαζικότητα χαρίζει τη «δύναμη στους αριθμούς» και τα πάθη φουντώνουν με αποτέλεσμα οι απόψεις να εδραιώνονται πέρα από κάθε περιθώριο αμφισβήτησης. Το δίκιο τώρα είναι εγγυημένο. Μέσα σε αυτό το κλίμα καλλιεργείται και αυτό που αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως moral grandstanding ή virtue signalling (έννοιες με σχεδόν ταυτόσημη σημασία) που δηλώνουν την προσπάθεια κάποιων ανθρώπων να φανούν ηθικοί και να κριθούν αντιστοίχως με βάση τη δημόσια εικόνα τους. Το πρόβλημα, λοιπόν, είναι διπλό. Από τη μία η πέραν πάσης αμφιβολίας βεβαιότητα με την οποία οι εμπλεκόμενοι διαμορφώνουν τις απόψεις τους και από την άλλη το ηθικό θεαθήναι, το ότι οι απόψεις αυτές διαμορφώνονται όχι από εσωτερικά κίνητρα, αλλά για να καταναλωθούν. Στο πλαίσιο της cancel culture αυτός ο συνδυασμός δυναμιτίζει τις καταστάσεις αφού η ψυχολογία που δημιουργείται εξωθεί τους συμμετέχοντες να υπερβαίνουν διαρκώς τα άκρα.

Κλείνοντας τις θεωρητικές αυτές αναζητήσεις, οφείλουμε να γυρίσουμε στην απτή πραγματικότητα και να αναρωτηθούμε τελικά από τι κόσμο εκπορεύεται και σε τι κόσμο απευθύνεται η cancel culture. Αφ’ ενός, άνθρωποι που βρίσκονται στο απυρόβλητο, που ακόμη και να ακυρωθούν συχνά οι ουσιαστικές κυρώσεις που θα υποστούν θα είναι ανεπαίσθητες. Αφ’ ετέρου, άνθρωποι στους οποίους οι συνέπειες ήταν σφοδρότατες. Κάπου στη μέση χιλιάδες άλλοι που, ακόμη και αν εκκινούν με καλή προαίρεση, φανατίζονται και στρεβλώνουν τον ίδιο το σκοπό που υπερασπίζονται. Σε όλες τις περιπτώσεις, αυτό που αποφεύγεται είναι η πραγματική αλλαγή, το να δείξουμε στους ανθρώπους που έσφαλλαν το λάθος τους και να βοηθήσουμε τους ίδιους να βελτιωθούν και την κοινωνία να θεραπεύσει τις παθογένειές της. Μια τέτοια παθογένεια, χιλιοειπωμένη στο πλαίσιο των συζητήσεων της cancel culture, δεν είναι και η επίθεση στην ελευθερία του λόγου, αν όχι της σκέψης; Διότι ίσως η πιο επικίνδυνη τέτοια επίθεση δεν είναι προς τα άτομα που ακυρώνονται, αλλά προς την ευρύτερη κοινωνία στην οποία διαμορφώνεται υποδορρίως η ανησυχία πως είναι πολύ εύκολο η γνώμη σου να σε φέρει στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Όταν μια μόλυνση περιχαρακώνεται, τότε αποστηματοποιείται, δεν ιάται. Μήπως, λοιπόν, το να κάνουμε το αντίστοιχο σε κοινωνικό επίπεδο είναι δείγμα μιας κοινωνίας που νοσεί;

Βιβλιογραφία :

Ash S. et al. (2023), « The Neural Correlates of Narcissism: Is There a Connection with Desire for Fame and Celebrity Worship? » in Brain Sciences 13(10), doi: 10.3390/brainsci13101499.

Carey B. (2006), « The fame motive » in The New York Times, https://www.nytimes.com/2006/08/22/health/psychology/22fame.html.

Carson P. (2013), « The psychology of ‘fame’ » in Counselling Psychology: Integrating Theory, Research and Supervised Practice (ed. Carson P.), Routledge.

Fassin D. (2017), Punir: Une passion contemporaine, Seuil.

Foucault M. (1975), Surveiller et punir, Gallimard. 

Janssens J. & Spreeuwenberg L. (2022), « The moral implications of cancel culture » in Ethical Perspectives, 29(1), doi: 10.2143/EP.29.1.3290737.

Nietzsche F. (2012), Γενεαλογία της ηθικής (μτφ. Σαρίκας Ζ.), Πανοπτικόν.

Murphy JG. (2012), Punishment and the Moral Emotions: Essays in Law, Morality, and Religion, Oxford University Press.


[1] Μπορεί στόχος ακυρωτικών συμπεριφορών να είναι και προϊόντα ή εταιρείες, αλλά στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αποτελεί προσωποπαγές φαινόμενο και ως τέτοιο θα πραγματευθεί από το παρόν άρθρο.

[2] Αυτή είναι, τουλάχιστον, η θεωρητική του αρχή. Είναι γνωστό, αν και θλιβερό, πως υπάρχουν φορές που αυτό δεν εφαρμόζονται και το δικαστικό σώμα εξαντλεί την αυστηρότητά του σε άτομα στα οποία δεν αξίζει τέτοια μεταχείριση για πολιτικές, συνήθως, σκοπιμότητες. Η απάντηση, όμως, σε αυτό δεν είναι να εξαπλωθούν τα κακώς κείμενα, αλλά αντιθέτως να περιοριστούν και να διορθωθούν.

More
articles

Skip to content