Eye on the screen
Εδώ και λίγα χρόνια, η βία των ανηλίκων γνωρίζει μια αύξηση πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα, με τον τελευταίο χρόνο τα περιστατικά να προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία τόσο λόγω αριθμού όσο και έντασης. Είναι δεδομένο πως η παρατηρούμενη αυτή αύξηση δεν είναι ανεξάρτητη από την πανδημία και τη συνοδή κρίση που επέφερε στην καθημερινότητα όλων, μια κρίση με ιδιαίτερα αποτελέσματα σε παιδιά και εφήβους λόγω της ψυχολογικά απαιτητικής περιόδου που χαρακτηρίζει αυτά τα αναπτυξιακά στάδια. Σημαντική ήταν η επίδραση της πανδημίας σε όλους και ιδιαίτερως στους νεότερους όσον αφορά την αυξανόμενη –αναγκαστική – απομόνωση, στην οποία τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (ΜΚΔ) παρουσιάστηκαν ως μιας μορφής αντίδοτο. Όχι, φυσικά, πως προηγουμένως οι έφηβοι δεν αφιέρωναν σημαντικό χρόνο στα « social », αλλά η ψηφιοποίηση της καθημερινότητας εντάθηκε λόγω του περιορισμού δυνατοτήτων αλληλεπίδρασης εκτός του κυβερνοχώρου. Καθώς, λοιπόν, τα ΜΚΔ διεκδικούν όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο στην καθημερινότητα των εφήβων και ενώ η βία από ανηλίκους αυξάνεται, διερωτάται κανείς πώς και εάν τα δύο φαινόμενα συνδέονται. Παρ’ότι η επιστημονική έρευνα επί του ζητήματος βρίσκεται ακόμη σε νεογνικό στάδιο, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα και το συνδυασμό τους, κάποιες υποθέσεις και παρατηρήσεις μπορούν να διατυπωθούν. Προς αυτόν το σκοπό, χρήσιμο θα ήταν να διαχωριστούν αδρά δύο κατευθυντήριες γραμμές, α) αφ’ενός η επίδραση της έκθεσης παιδιών και εφήβων σε σκηνές βίας στα ΜΚΔ και β) αφ’ετέρου η χρήση των ΜΚΔ από ανηλίκους για την προαγωγή της βίας, δηλαδή έας διαχωρισμός στη βάση της διάκρισης παθητικότητας – ενεργητικότητας.
Βυθισμένοι σε μια επιθετική κουλτούρα
Όσον αφορά το πρώτο, η βιβλιογραφία είναι εκτενής, αν και σε ένα πεδίο παρόμοιο και όχι πανομοιότυπο. Συγκεκριμένα, πληθώρα μελετών τις τελευταίες δεκαετίες έχει διερευνήσει τη σχέση μέσων μαζικής ενημέρωσης και επιθετικότητας ανηλίκων (Khurana A et al. (2018), Anderson CA & Bushman BJ (2018), Reich MD (2018), Brockmyer JF (2022)). Σημαντικό είναι να διευκρινιστεί πως στις μελέτες γίνεται η διάκριση μεταξύ επιθετικότητας -οποιαδήποτε συμπεριφορά με σκοπό την πρόκληση βλάβης σε κάποιο άτομο- και βίας -οποιαδήποτε συμπεριφορά έχει στόχο την πρόκληση ακραίας σωματικής βλάβης- η οποία αποτελεί υποκατηγορία της επιθετικότητας. Οι εν λόγω έρευνες έχουν πλέον τεκμηριώσει τη συσχέτιση έκθεσης σε βίαιες εικόνες κατά την παιδική ηλικία με την αύξηση επιθετικών συμπεριφορών αργότερα στη ζωή. Η συσχέτιση, μάλιστα, φαίνεται να είναι αιτιακής φύσεως αφού η έκθεση σε σκηνές βίας κατά την παιδική (προεφηβική) ηλικία προβλέπει την εκδήλωση επιθετικών συμπεριφορών χρόνια αργότερα (εφηβεία και πρώιμη ενήλικη περίοδο).
Η θεωρία του «Μοντέλου Γενικευμένης Επιθετικότητας» (General Aggression Model – GAM) έχει προταθεί για να εξηγήσει τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να προκύπτει αυτή η αιτιότητα και διαχωρίζει τους πιθανούς μηχανισμούς σε βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους. Στους μεν ανήκουν η μίμηση και η αύξηση της διέγερσης (μετρούμενη με σωματικά κριτήρια, όπως αύξηση της καρδιακής συχνότητας), ενώ στους δε ανήκουν η παρατηρούμενη εκμάθηση (observational learning) και η απευαισθητοποίηση (desensitisation). Οι μακροπρόθεσμοι μηχανισμοί μας ενδιαφέρουν περισσότερο στο παρόν πλαίσιο, οπότε και απαιτείται εκτενέστερη αναφορά. Η απευαισθητοποίηση –φαινόμενο που επηρεάζει συνολικά την κοινωνία καθώς η προβολή σκηνών βίας στα ΜΜΕ γίνεται όλο και συχνότερη- έχει να κάνει με την ελαττωμένη αντίδραση σε ερεθίσματα τα οποία αρχικά και φυσιολογικά θα προκαλούσαν αποστροφή, όπως μια εκτέλεση ομήρων.
Έχει, δε, τεκμηριωμένη σχέση με τη μείωση της ενσυναίσθησης (δηλαδή την ικανότητα να μπεις στη θέση του άλλου και να βιώσεις μια συναισθηματική κατάσταση από τη δική του οπτική) και την αντιμετώπιση της βίας ως μια φυσιολογική συμπεριφορά μέσα στην κοινωνία. Αντίστοιχα αποτελέσματα έχουν και οι σκηνές βίας στα ΜΚΔ, όπου η αναπαραγωγή τους σημειώνει ανοδική πορεία. Ιδιαιτέρως ανησυχητικό, μάλιστα, είναι πως πρακτικά όλοι έχουν εύκολη πρόσβαση σε τέτοια θεάματα ανά πάσα στιγμή, μερικές φορές χωρίς καν να τα αναζητήσουν, αφού λόγω δημοφιλίας προτείνονται από τους αλγόριθμους (προτού εντοπιστούν και αφαιρεθούν και εάν συμβεί αυτό).
Το φαινόμενο της απευαισθητοποίησης επιτείνεται μέσω της εκμάθησης (observational learning) η οποία καθιστά τη βίαιη αντίδραση αυτόματη απάντηση σε καταστάσεις που ασυνείδητα συσχετίζονται με καταστάσεις που το παιδί έχει δει στα ΜΜΕ. Ο νέος μαθαίνει να ερμηνεύει τον κόσμο από μια προοπτική που κάνει το περιβάλλον να φαίνεται ασταθές και επικίνδυνο, και εσωτερικεύει τρόπους αντίδρασης σε διάφορες συνθήκες, μαθαίνει «σενάρια» (scripts) όπως λένε οι ερευνητές. Όταν βιώνει στην καθημερινότητά του μια κατάσταση που ομοιάζει με μια κατάσταση στην οποία κάποιος άλλος αντέδρασε βίαια, ασυναίσθητα αναπαράγει αυτό που έχει μάθει, αφού η βία πλέον είναι ο κατάλληλος τρόπος αντίδρασης στο συγκεκριμένο ‘σενάριο’ και ιδίως λόγω της αυξημένης παρορμητικότητας που συναντάται κατά την εφηβεία. Σαφώς, η εκμάθηση χρειάζεται χρόνο και επανειλημμένη έκθεση σε παρόμοιες αλληλεπιδράσεις ώστε να παγιωθούν οι επιθετικές τάσεις. Στα ΜΚΔ, όμως, συμβαίνει ακριβώς αυτό, δηλαδή επαναλαμβανόμενη έκθεση. Ανησυχητικό, δε, είναι ότι η βία συχνά παρουσιάζεται με θετικό πρόσημο, αν όχι εξιδανικευμένα, και σχετίζεται με δύναμη, εξουσία, γόητρο, ερωτικές κατακτήσεις, χρήματα, κλπ (πχ. μουσική drill), πρκαλώντας έτσι αυξημένη συναισθηματική διέγερση και ενισχύοντας την εσφαλμένη συσχέτιση βίας – επιτυχίας. Αυτό μας οδηγεί στο δεύτερο μέρος του άρθρου και συγκεκριμένα στο πώς τα ίδια τα ΜΚΔ δρουν ενισχυτικά στην έξαρση της βίας μεταξύ των ανηλίκων.
Περισσότερη βία, περισσότερη αναγνώριση
Για να γίνουν αντιληπτοί οι πιθανοί τρόποι με τους οποίους τα ΜΚΔ υποδαυλίζουν μια υπάρχουσα κατάσταση βιαιοπραγιών μεταξύ ανηλίκων, σκόπιμη θα ήταν μια αναφορά στα ψυχολογικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την εφηβεία. Η εφηβεία χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ταυτότητας, την ανάγκη αποδοχής και σεβασμού από τους συνομηλίκους και την αίσθηση ένταξης σε μια ομάδα. Αυτά τα χαρακτηριστικά σαφώς συνδέονται και συχνά συνοδεύονται και από παροδικές εντάσεις στη σχέση γονέα-παιδιού, καθώς ο έφηβος αμφισβητεί -και οφείλει να το κάνει- το γονέα ώστε να βρει τη δική του φωνή. Όλοι μπορούμε να θυμηθούμε τις προσωπικές μας εμπειρίες από την εποχή. Τα διάφορα αμερικανικά teen movies, ίσως υπερβολικά, βοηθούν να ανασύρουμε τις θύμησες: το στάτους στο σχολείο είναι το παν, το πόσο «cool» είσαι, ή καλύτερα το πόσο κουλ νομίζεις ότι σε θεωρούν οι άλλοι διαδραμτίζει καθοριστικό ρόλο στην ψυχολογία σου κατά την -κυρίως πρώιμη- εφηβεία. Είναι η περίοδος που αυτοπροσδιορίζεσαι μέσω του ετεροπροσδιορισμού. Ειδικά για τα αγόρια αυτό σημαίνει επίδειξη της στερεοτυπικά «ανδρικής» φύσης, δηλαδή δύναμη και «αλητεία». Ταυτόχρονα, κατά την εφηβεία παρατηρείται αύξηση της παρορμητικότητας και της εμπλοκής σε επικίνδυνες δραστηριότητες -παρακλάδι των οποίων αποτελεί και η βία, στοιχεία που δυναμιτίζουν περαιτέρω την αγωνιώδη προσπάθεια του εφήβου να φανεί κουλ μεταξύ των συνομηλίκων του.
Σε αυτό το ευαίσθητο αναπτυξιακό στάδιο, τα ΜΚΔ επιδρούν πολλαπλασιαστικά, καθώς στοχεύουν συγκεκριμένα την ψυχολογική σχέση ‘Εγώ’ – ‘Εμείς’ (Vannucci A et al. (2020), Catch-22 report (2017)). Αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσοι, ανεξαρτήτως ηλικίας, αποζητούν «like» για να «αναμετρήσουν το έχει τους», όπως λέει κι ο ποιητής, μέσω αυτής της πλαστής κι εφήμερης δημοτικότητας. Στην εφηβεία, η συσχέτιση της online (διαδικτυακής) και της offline (μη ψηφιακής) ζωής του ατόμου είναι ακόμη πιο έντονη. Τελευταίες μελέτες, μάλιστα, ισχυρίζονται πως τα ΜΚΔ επιδρούν αρνητικά στη συνολική ψυχολογία των εφήβων και συνδέονται με αύξηση της κατάθλιψης και του άγχους σε αυτόν τον πληθυσμό (Weigle PE & Shafi RMA (2023)).
Καθώς η ανεξαρτησία από τους γονείς αναδεικνύεται σε ζήτημα υψίστης σημασίας, τα ΜΚΔ γίνονται ένα καταφύγιο από τα αδιάκριτα βλέμματα των ενηλίκων, όπου ο έφηβος μπορεί να παρουσιάζει τη ζωή του όπως (νομίζει πως) θα ήθελε να είναι, όπως (νομίζει πως) θα αρέσει στους συνομηλίκους του. Αυτό ευνοείται από τη γενικότερη αίσθηση ανωνυμίας και ασφάλειας που παρέχει το ψηφιακό περιβάλλον. Στην ξένη βιβλιογραφία αυτό είναι γνωστό ως «διαδικτυακή άρση αναστολών» (online disinhibition effect) και δημιουργεί ασυνείδητα στο χρήστη την αίσθηση ότι μπορεί να πει πράγματα που κατά πρόσωπο δε θα τολμούσε. Στα πλαίσια έριδας μεταξύ ανηλίκων, όμως, αυτό συχνά δημιουργεί εντάσεις, οι οποίες κλιμακώνονται και εκτός του διαδικτύου. Ένα σχόλιο που ξεπερνά τα όρια αντιλαμβάνεται ως πρόκληση ή γελοιοποίηση από το στόχο του. Εν συνεχεία, η αναζήτηση αποδοχής και στάτους και ο φόβος απόρριψης από τους συνμηλίκους υπαγορεύουν την αναγκαιότητα της αντίδρασης. Οι μηχανισμοί της απευαισθητοποίησης και της εκμάθησης συνδράμουν στο να κάνουν την αντίδραση αυτή επιθετική, αρχικά εντός και μετέπειτα εκτός διαδικτύου.
Στο μεταξύ, μια μεγάλη μερίδα νέων που δε συμμετέχει ενεργητικά, αδυνατατεί και να επέμβει καθώς πιάνεται στα δίχτυα μιας κακώς εννοούμενης ταυτότητας του ‘Εμείς’ όπου ο κίνδυνος είτε της θυματοποίησης είτε του εξωστρακισμού πάντα ελοχεύει (αφού συχνά, δυστυχώς, το στάτους των βίαιων ανηλίκων είναι τουλάχιστον τέτοιο που να εμπνέει έναν ιδιόμορφο σεβασμό). Μέσω των ΜΚΔ, όμως, βλέπουμε και την ανάπτυξη μιας ενδιάμεσης κατηγορίας ‘μη συμμετεχόντων συμμετεχόντων’, αφού οι παρευρίσκοντες σε μια διένεξη ευκολότερα θα μαγνητοσκοπήσουν και θα αναρτήσουν το περιστατικό παρά θα επέμβουν. Η ύπαρξη αυτής της ενδιάμεσης κατηγορίας εξηγείται ως ένα βαθμό λόγω του « sensation seeking », κάτι που θα μεταφράζαμε ίσως ως «αναζήτηση έντονων συγκινήσεων». Με λίγα λόγια, ο έφηβος, περισσότερο από ό,τι άλλες ηλικιακές ομάδες, έλκεται από το ‘πικάντικο’. Τέτοια βίντεο τροφοδοτούν ακριβώς αυτήν την περιέργεια δημιουργώντας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ συναισθημάτων (από θλίψη μέχρι ντροπή, μέχρι γέλιο) μέσα στις παρέες. Έτσι, ο «παθητικός συμμετέχων» απαθαντίζει και αναρτά το στιγμιότυπο το οποίο συχνά γίνεται αμέσως «viral» χαρίζοντάς του την ευκαιρία να γίνει ένας (διάττων) αστέρας και να λάμψει υπό το φως των likes.
Θα πρέπει να έχει γίνει σαφές μέχρι τώρα πως η σχέση βίας ανηλίκων και ΜΚΔ είναι πολυδιάστατη και ιδιαιτέρως πολύπλοκη ώστε να δοθούν απλές εξηγήσεις και κατευθυντήριες γραμμές. Η κατακλείδα, όμως, του άρθρου, δίχως την οποία θα ήταν οριακά επικίνδυνο, είναι πως τα ΜΚΔ δεν αποτελούν αιτία της αύξησης της βίας μεταξύ των ανηλίκων και μια δαιμονοποίησή τους θα συνέφερε μόνο όσους αδυνατούς να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Η βία των ανηλίκων αποτελεί ένα σύνθετο κοινωνικό φαινόμενο με αιτιολογικούς παράγοντες που εκτείνονται από την προσωπικότητα του νέου μέχρι τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες και την ψυχική κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται όταν θα προκύψει μια πρόκληση. Είναι δεδομένο πως η συντριπτική πλειοψηφία των νέων δεν έχουν και δε θα αναπτύξουν βίαιη συμπεριφορά, ανεξαρτήτως από τις διαδικτυακές τους συνήθειες. Τα ΜΚΔ απλώς υποδαυλίζουν και μεγενθύνουν φαινόμενα που προέρχονται από την ευρύτερη κοινωνία και συμπεριφορές που αντικατοπτρίζουν τη συνολική ζωή ενός νέου. Στόχος, λοιπόν, δεν είναι η πρόκληση πανικού στις οικογένειες και η παρεμβατική / αυταρχική συμπεριφορά των γονέων ή των δασκάλων∙ κάτι που όχι μόνο δε θα βοηθήσει, αλλά θα επιδεινώσει την κατάσταση.
Βεβαίως, εφόσον τα ΜΚΔ εντείνουν το φαινόμενο, είναι σαφές πως μέτρα πρέπει να ληφθούν ώστε να διασφαλίζεται η ασφαλής χρήση τους. Αυτό απαιτείται τόσο σε επίπεδο κυβερνήσεων όσο και σε αυτό των ίδιων των μέσων και πρόκειται για ένα ζήτημα που δεν έχει μέχρι στιγμής αντιμετωπισθεί με τη δέουσα προσοχή, αν και οφείλουμε να ομολογήσουμε πως η φύση των ΜΚΔ καθιστά τους ελεγκτικούς μηχανισμούς δυσκολότερους. Εν αναμονή των προτάσεων που, σύμφωνα με την Υπ. Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, Σοφία Ζαχαράκη, θα κατατεθούν τον Οκτώβριο του 2024, οφείλει να υπογραμμιστεί πως το πλέον κρίσιμο είναι να απευθυνθούμε στις πραγματικές αιτίες της βίας των ανηλίκων, και αυτές δεν έχουν τόσο εύκολες λύσεις όσο η βελτιστοποίηση αλγορίθμων. Η κοινωνία οφείλει να δημιουργεί ένα ασφαλές περιβάλλον για την ανατροφή ενός παιδιού. Η οικογένεια οφείλει να είναι κοντά στον νέο, να τον στηρίζει ουσιαστικά, να συζητά, να κατανοεί, όχι να αδιαφορεί, να διατάζει, να τιμωρεί. Η μόνιμη επωδός αυτών των συζητήσεων είναι η μόρφωση και δικαίως. Η τεχνολογική επιμόρφωση γονέων, εκπαιδευτικών και νέων είναι απαραίτητη, αλλά δεν είναι επαρκής. Η ουσιαστική παιδεία, αυτή που διδάσκει το σεβασμό και τον αγκιστρώνει σε κάθε ανθρώπινο πνεύμα, είναι η παιδεία που χρειάζονται οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, οι νέοι… που χρειαζόμαστε όλοι.
Λέξεις / φράσεις – κλειδιά: Μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βία, επιθετικότητα, ανήλικοι, διαδίκτυο, γνώμη
*Παραλλαγή του στίχου «Eye on the TV cause tragedy thrills me» του τραγουδιού «Vicarious» του συγκροτήματος «Τοοl».